- ευαίσθητος
- -η, -ο (ΑΜ εὐαίσθητος, -ον)αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτοςνεοελλ.1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («ευαίσθητος στο κρύο ή στη ζέστη»)2. ο ψυχόπονος, αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («ευαίσθητος στον πόνο τού άλλου»)3. (για όργανα μετρήσεως) αυτός που είναι πολύ ακριβής («ευαίσθητο θερμόμετρο»)4. φρ. «ευαίσθητη ψυχή» — αισθαντική ψυχήαρχ.1. (για πράγματα) παθ. αυτός τον οποίο είναι εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί κάποιος2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐαίσθητονη ευαισθησία.επίρρ...ευαίσθητα (ΑΜ εὐαισθήτως)νεοελλ.-μσν.με ευαισθησία, με ταχεία αντίδραση τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούςμσν.-αρχ.με ταχεία ευαισθησία, με γρήγορη αντίληψη.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αισθητός (< αισθάνομαι), πρβλ. αν-αίσθητος, ανεπ-αίσθητος. Η λ. είχε αρχικά τη σημασία «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα» και, κατ' επέκταση, «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη σημασία κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο].
Dictionary of Greek. 2013.